Ακρίβεια: Σοκ στα σούπερ μάρκετ – Δείτε τι διαπιστώθηκε

Καλπάζει η ακρίβεια στη χώρα μας με τις τιμές να αυξάνονται διαρκώς και να διαμορφώνονται πλέον στο 3% σε σχέση με πέρυσι

Έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) διαπιστώνει ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ τον Ιανουάριο του 2024, σε σχέση με τον Ιανουάριο 2023, διαμορφώθηκε στο 3%.

Σύμφωνα με την έρευνα, ο πληθωρισμός στις αλυσίδες σουπερμάρκετ είναι της τάξης του 3,00%, ενώ για την κατηγορία των τροφίμων καταγράφεται άνοδος κατά 3,39% τον Ιανουάριο 2024. Όσον αφορά τις κατηγορίες με λοιπά ταχυκίνητα είδη παντοπωλείου μη τροφίμων καταγράφεται πληθωρισμός της τάξης του 0,81%.

Οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών καταγράφονται στις κατηγορίες:

Χαρτικά, πάνες & σερβιέτες: -6,12%
Γάλα και χυμοί: -4,15%
Γιαούρτια και λοιπά γαλακτοκομικά: -4.11%
Αλλαντικά: -2,11%
Τυροκομικά: -1,79%

Σημειώνεται ότι στα γαλακτοκομικά, οι μειώσεις που καταγράφονται είναι αποτέλεσμα τόσο της ομαλοποίησης της αγοράς και της μείωσης στις τιμές παραγωγού.

Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στις κατηγορίες:

Τροφές και είδη για κατοικίδια: +12.08%
Νερά και αναψυκτικά: +10,48%
Φρέσκα φρούτα και λαχανικά: +9,59%
Έτοιμα γεύματα: +8,20%

Σημειώνεται ότι στα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, καθ’ όλο το 2023 καταγράφονται αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων ως αποτέλεσμα του αυξημένου κόστους παραγωγής και των ακραίων κλιματικών φαινομένων. H κατηγορία «τρόφιμα παντοπωλείου», που περιλαμβάνει και το ελαιόλαδο, καταγράφει αύξηση κατά 5,18%. Η συγκρατημένη αύξησή της οφείλεται στις μειώσεις στις τιμές των λοιπών ελαίων, αλλά και στα λοιπά προϊόντα που συμμετέχουν στην κατηγορία αυτή (ζυμαρικά, ρύζι κ.ά.).

Οι λόγοι στους οποίους αποδίδεται η συγκρατημένη αύξηση τιμών στα σούπερ μάρκετ:

Αυστηρό θεσμικό πλαίσιο. Οι αλυσίδες σουπερμάρκετ λειτουργούν με αυστηρό θεσμικό πλαίσιο (π.χ. νόμος αθέμιτης κερδοφορίας Ν.4818/2021).

Υψηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων. Η συγκράτηση στις τιμές εμφανίζεται πολύ πιο γρήγορα στα μεγάλα σημεία πώλησης λόγω μεγαλύτερης κυκλοφοριακής ταχύτητας αποθεμάτων. Δηλαδή διακινούν πιο γρήγορα το απόθεμα τους και προβαίνουν πιο σύντομα σε νέες αγορές για αναπλήρωση των αποθεμάτων.

Σταδιακή αποκλιμάκωση πληθωρισμού. Οι τιμές παρουσιάζουν σταθεροποίηση τους τελευταίους μήνες στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων λόγω των μεγάλων όγκων προϊόντων που διακινούν, των οικονομιών κλίμακας, της οργανωσιακής/τεχνολογικής ετοιμότητας τους και της γκάμας των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

Προσφορές και εκπτώσεις. Οι προσφορές και οι εκπτώσεις στο κανάλι του οργανωμένου λιανεμπορίου είναι περισσότερες σε αριθμό, σε ένταση και σε ποσοστιαία έκπτωση, κάτι που επηρεάζει τις τελικές τιμές των προϊόντων.

Επίδραση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Τα μερίδια πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι μεγαλύτερα στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ λόγω μεγαλύτερου εύρους κωδικολογίου.

Ακρίβεια: Είδος πολυτελείας ο χυμός πορτοκάλι – Τι γίνεται με το πετρέλαιο

Η ακρίβεια στη χώρα μας έχει οδηγήσει ακόμη και τον χυμό πορτοκάλι να μοιάζει είδος πολυτελείας.

Η τιμή του βρίσκεται στα ύψη εξαιτίας μίας ασθένειας που χτύπησε τις καλλιέργειες στη Λατινική Αμερική και εκτίναξε τις τιμές του συμπυκνωμένου χυμού και στο ράφι.

Όπως αναφέρει στην ΕΡΤ ο πρόεδρος Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αργολίδας, Σπύρος Αντωνόπουλος, «στην Ελλάδα δεν καλλιεργούμε πορτοκάλια που είναι προς χυμοποίηση, αλλά πηγαίνει η β’ διαλογή των πορτοκαλιών, ένα 20 με 30%. Η αύξηση στην τιμή φέτος είναι στο 140%».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η τιμή των πορτοκαλιών προς χυμοποίηση έχει αυξηθεί από 8 λεπτά το κιλό το 2023 σε 20 λεπτά φέτος, με τους εκπροσώπους των βιομηχανιών να δηλώνουν ότι δεν μπορούν να απορροφήσουν με κάποιον τρόπο την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών.

Οι τιμές των χυμών στα ράφια εμφανίζονται αυξημένες την τελευταία διετία πάνω από 36% που μεταφράζεται πρακτικά στο ότι πριν από δύο χρόνια ένας χυμός κόστιζε στο σούπερ μάρκετ 1,2 ευρώ και πλέον η μέση τιμή είναι 1,64 ευρώ το λίτρο.

Φυσικά η ελληνική παραγωγή πορτοκαλιών έχει δεχτεί και αυτή μεγάλο πλήγμα, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι εισαγωγές κατά το πρώτο δίμηνο του έτους κατά 3.364%, από τους 14 στους 485 τόνους!

Γιατί παραμένει στα ύψη η τιμή του ελαιόλαδου

Την ίδια ώρα, η συγκομιδή και παραγωγή ελαιολάδου στη χώρα μας φέτος έχει φτάσει στο τέλος της, με παραγωγή η οποία εκτιμάται ότι θα ανέλθεί στους 155.000 τόνους περίπου, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για μικρά αποθέματα στο τέλος της σεζόν και υψηλές τιμές, που καταγράφονται ήδη σε όλη την αλυσίδα για την περίοδο 2023/24.

Μιλώντας στο MEGA, ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιοπαραγωγών «Νηλέας» Μεσσηνίας, Γιώργος Κόκκινος αναφέρθηκε στην υψηλή τιμή του ελαιόλαδου, που εξακολουθεί να παρατηρείται στα ράφια.

«Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα, καθώς υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες στο ελαιόλαδο. Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει με το ελαιόλαδο είναι ότι επειδή επηρεάζεται από την κλιματική κρίση, επηρεάζεται και η παραγωγή», επεσήμανε αρχικά και πρόσθεσε ότι «και εφέτος μάλλον τα πράγματα δεν θα πάνε και πολύ καλά με τη παραγωγή. Είχαμε κι εμείς χαμηλή παραγωγή, όπως και η Ιταλία. Η χρονιά που θα ακολουθήσει, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη. Δεν νομίζω οι τιμές να είναι πιο πάνω, γιατί από εκεί και πέρα, κλονίζεται όλο το σύστημα».

Το 2019 το ελαιόλαδο κόστιζε μόλις 4,90 ευρώ το λίτρο και φέτος η τιμή του αγγίζει σχεδόν τα 14,50 ευρώ. Η ανατίμηση σύμφωνα με ρεπορτάζ του Alpha ανέρχεται σχεδόν σε 60% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο περύσι.

Παράλληλα οι ελαιοκαλλιεργητές της Χαλκιδικής εκπέμπουν σήμα κινδύνου, καθώς η σαρωτική ακαρπία των τελευταίων ετών έχει οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή, ενώ κάνουν λόγο για «τεράστια απώλεια προϊόντος και εισοδήματος».

Η πράσινη ελιά Χαλκιδικής βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων, αλλά η κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στην παραγωγή. «Από το 2021 έως τώρα, έχουμε υποστεί μεγάλη οικονομική ζημιά, λόγω των καιρικών συνθηκών», λένε παραγωγοί.

Χαρακτηριστικά, η μείωση της παραγωγής άγγιξε το 90% μέσα στον τελευταίο χρόνο. Συγκεκριμένα, η παραγωγή το 2022 ήταν στους 150.000 τόνους, ενώ το 2023 ανήλθε μονάχα στους 22.000 τόνους.